: Αποφάσισα να γράψω κι εγώ για να μοιραστώ μαζί σας όσα νιώθω μέσα στην ψυχή μου και όσα φοβάμαι να πω ακόμα και στον καθρέπτη.
Είμαι γκέι! Είμαι ένας νεαρός γκέι που μένω στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Η παιδική μου ηλικία ως γκέι ήταν τρομερά δύσκολη. Όλα αυτά που βλέπω στις ειδήσεις για σχολικό εκφοβισμό για bullying υπάρχουν και είναι τόσο αληθινά που τα έχω ζήσει και εγώ στο πετσί μου όσο έμενα με τους γονείς μου σε μία μεγάλη πόλη της Ελλάδας (φοβάμαι ακόμα και να γράψω το γεωγραφικό διαμέρισμα).
Οι γονείς που πάντα ξέρουν τι ακριβώς είναι τα παιδιά τους όσο κι αν μην θέλουν να το παραδεχθούν στον εαυτό τους, με αντιμετώπιζαν πάντως σαν παιδί δεύτερης κατηγορίας. Ουδέποτε θυμάμαι να έλαβα αγνή και αλτρουιστική αγάπη από εκείνους. Πάντα, ο τόνος στη φωνή τους, οι αντιδράσεις τους, ο τρόπος που με ρωτούσαν πράγματα σαν να ήταν ντετέκτιβ έδειχναν πως ξέρουν, έδειχναν την αγωνία τους για το πώς να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση.
Μέσα σε ένα αυτό το φοβικό κλίμα μεγάλωσα κι εγώ. Ποτέ δεν ένιωθα ασφαλής. Ποτέ δεν ένιωσα προστατευμένος. Έπρεπε να θάψω βαθιά μέσα μου κάθε συναισθηματισμό για να αντιμετωπίσω μία αρρωστημένη κατάσταση μέσα στο σπίτι όπου άκουγα πάντα φασαρίες, φωνές μέχρι και ξυλοδαρμούς. Καμία αγάπη καμία αποδοχή!
Και ήρθε η ώρα να φύγω και να έρθω στην Αθήνα! Τότε ένιωσα απελευθερωμένος. Ότι τώρα μπορώ να κάνω ότι θέλω και να νιώθω ελεύθερος! Από το πρωί μέχρι το βράδυ ήμουν έξω, έκανα τη ζωή μου, φλέρταρα ασύστολα με οτιδήποτε υπήρχε γύρω μου. Έπεφτα πάνω σε άντρες που με φλέρταραν και εκείνοι και ένιωθα τόσο μεγάλη αποδοχή που γινόμουν ευτυχισμένος. Ή μήπως δεν ήμουν;
Έπεφτα πάνω σε άντρες μεγαλύτερους από εμένα που μέσα στην αθωότητά μου, είχαν και εμένα ως το μικρό χαζό παιδάκι κοντά τους, αλλά συγχρόνως έκαναν και τη δική τους ζωή με άλλους. Παρίσταναν τους προστατευτικούς μαζί μου, με άφηναν με χαρά να βγαίνω με τους φίλους μου και να διασκεδάζω, αλλά αυτά ήταν ψέμα. Δεν με προστάτευαν ουσιαστικά και με άφηναν να βγαίνω γιατί σιγά μην ασχοληθούν με το χαζό μικρό που από την επαρχία. Και έτσι όσο εγώ ήμουν έξω με τους φίλους τους, εκείνοι χαίρονταν τη ζωή τους με άλλου τόσους.
Δεν μπορούσα με τίποτα να αποδεχθώ πως συμπεριφέρομαι άσχημα κυρίως στον εαυτό μου. Κυνηγώντας να πάρω αποδοχή και να καλύψω τα θέματά μου, συμπεριφερόμουν κυριολεκτικά σαν ένας άνθρωπος χωρίς ψυχή χωρίς να σέβομαι την αγνή καρδιά μου.
Με βαριά ψυχολογικά θέματα πορευόμουν χωρίς σκοπό στη ζωή μου. Χωρίς να κάνω όνειρα. Και όσα όνειρα ξεγελούσα τον εαυτό μου πως έκανα, τα έκανα και τα άφηνα εκεί, στο ονειρικό επίπεδο.
Και τότε ήρθε ένας άνθρωπος στη ζωή μου. Πάλι μεγαλύτερος από εμένα. Αλλά αυτός ήταν διαφορετικός. Ήταν απαιτητικός από εμένα. Δεν μου χαριζόταν. Με μάλωνε για όλο αυτόν τον κατήφορο που είχα πάρει στη ζωή μου. Δεν ξέρω τι με γοήτευσε σε αυτό τον άνθρωπο πραγματικά! Το μόνο που ένιωσα τότε και ακόμα και τώρα το νιώθω ήταν πως για πρώτη φορά στη ζωή μου βρέθηκε ένας άνθρωπος που με έβαλε πάνω από όλα ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό. Πρωτόγνωρο συναίσθημα για εμένα. Δεν το είχα ξαναζήσει ποτέ και το φοβήθηκα τόσο πολύ! Μα μπορεί να είναι αλήθεια; Ένας τέτοιος άνθρωπος να με αγαπήσει τόσο πολύ; Ένας άνθρωπος να με βάζει πάνω από όλα; Ένας ξένος να μου προσφέρει αυτό που ούτε οι ίδιοι μου οι γονείς δεν μπόρεσαν; Κι όμως ήταν αλήθεια!
Από την πρώτη στιγμή αυτός με έβαλε μπροστά στον καθρέπτη της ψυχής μου και μου είπε: “έτσι συμπεριφέρεσαι”. Τρόμαξα! Δεν μπορούσα να διανοηθώ πως έχω τέτοια εικόνα. Δεν το αποδέχθηκα, γκρίνιαζα, έβριζα, απειλούσα, αλλά εκείνος μου κρατούσε το κεφάλι σταθερά μπροστά στον καθρέπτη. “Και τότε γιατί είσαι μαζί μου, γιατί με αγαπάς” του φώναζα. Και μου απαντούσε πάντα: “γιατί τα μάτια σου σε διαψεύδουν και υποφέρουν για όσα κάνεις σε εσένα”.
Δεν το άντεξα αυτό! Δεν άντεχα να βλέπω ποιος είμαι. Ή μάλλον ποιος φέρομαι να είμαι! Και έτσι έκανα αυτό που ήξερα καλύτερα. Τον εκδικήθηκα. Κατάφερα και του σακάτεψε ότι υπήρχε ωραίο μέσα του για μένα. Κουρέλιασα κάθε ελπίδα του. Διέλυσα οποιαδήποτε σκέψη του ότι είμαι ένα πονεμένο πλάσμα που απλά θέλει κάποιον για να βρει το δρόμο του. Αλλά δεν τελείωσε η εκδίκησή μου εκεί. Τον πόνεσα, τον εξέθεσα στη δουλειά του που προσπαθούσε να με βάλει για να με βοηθήσει στο μέλλον μου. Τον έκανα ρεζίλι. Τον ταπείνωσα. Τον κακολόγησα παντού. Τον απάτησα και όσο ήμασταν μαζί και αμέσως μετά μόλις χωρίσαμε.
Και τώρα που είμαι μακριά του πια και εκείνος μακριά μου, νιώθω ήσυχος! Έδιωξα από κοντά μου αυτό τον άνθρωπο και έτσι δεν μπορεί να με πληγώσει με την αλήθεια μου. Την κρατάω καλά κρυμμένη την αλήθεια μου και παίζω μόνιμα ένα θέατρο μπροστά σε όλους. Τώρα που μεγάλωσα πια και έφτασα κοντά στα 35 πλέον σκέφτομαι:
Γιατί γονείς μου, μου κάνατε τόσο κακό στη ζωή μου;