: Σε λίγες μέρες θα έχουμε επέτειο. Κλείνουμε οχτώ χρόνια γάμου και δώδεκα χρόνια μαζί. Μια σχέση ζωής που πέρασε Συμπληγάδες, σκαρφάλωσε σε φλογισμένα ηφαίστεια και βυθίστηκε σε αβύσσους μα επιβίωσε…
Σε γνώρισα όταν είχα χάσει τα πάντα. Τότε που, λίγο ήθελα ακόμα για να χάσω και την ίδια μου τη ζωή. Ένα λάθος νούμερο που σχημάτισες στο τηλέφωνό σου σε έφερε κοντά μου εκείνη τη μέρα. Το σήκωσα κλαίγοντας, είχα δικαστήριο για την επιμέλεια των παιδιών την επόμενη μέρα και ήμουν σε κακά χάλια, έβγαινα βλέπεις ακόμα τότε από ένα δύσκολο διαζύγιο κι από έναν γάμο κακοποιητικό.
Δεν μίλησες, το έκλεισες. Κι από εκείνη τη μέρα έπαιρνες κάθε μέρα τηλέφωνο την ίδια ώρα για να ρωτήσεις αν νιώθω καλύτερα. Κάπως έτσι γνωριστήκαμε. Η έγνοια σου, με έσπρωξε κοντά σου. Κανείς έως τότε δεν είχε ενδιαφερθεί πραγματικά για μένα. Κανείς. Η μοναξιά που βίωνα μέσα σε έναν πόλεμο πρωτόγνωρο, ήταν κάτι που έλεγα πως δεν θα το αντέξω. Κι όμως, άντεξα.
Άντεξα επειδή ήσουν εσύ πλάι μου να μου κρατάς το χέρι, να με στηρίζεις σε όλα τα δύσκολα. Υπέμεινα ακόμα και το Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης, κι έπειτα το Σύνδρομο της άδειας φωλιάς. Ήσουν η δύναμή μου σε έναν αγώνα άνισο από όπου μόνο χαμένη θα μπορούσα να βγω.
Κι όμως, με τη βοήθειά σου μονάχα κι έχοντας όλον τον κόσμο απέναντί μου, νίκησα.
Μια μέρα αποφάσισα να σου πω όλη την αλήθεια για τον εαυτό μου. Ήσουν για μένα πολύτιμος, να σε χάσω δεν ήθελα μα δεν μπορούσα και να υποκρίνομαι. Είχα ήδη πίσω μου τριάντα χρόνια σιωπής. Ασφυκτιούσα.
Έτσι αποφάσισα να σου εξομολογηθώ αυτό που είμαι: σου συστήθηκα από την αρχή, αυτή τη φορά με την ψυχή μου. «Είμαι τρανς άντρας» σου είπα, «παρόλο που το παρουσιαστικό μου φωνάζει «θηλυκό»!»… Για μέρες έκλαιγες κι έκανες διαρκώς ερωτήσεις, ήθελες να μάθεις, ενδιαφερόσουν ακόμη για μένα, πραγματικά ενδιαφερόσουν!…
Με υπομονή συζητήσαμε τα πάντα. Σου εξήγησα τη διαφορετικότητά μου, το ένιωθες άλλωστε πως η ψυχή μου δεν αντιστοιχούσε στο σώμα που φορούσε. Καταλάβαινες…
Κατανοούσες όσα άκουγες να βγαίνουν από τα χείλη μου και ρουφούσες τις νέες πληροφορίες με λαχτάρα. Με αγαπούσες, με αγαπούσες πολύ, αγαπούσες ακριβώς αυτό το αλλόκοτο πλάσμα που ήμουν. Γι’ αυτό, με τον καιρό και με άπλετη υπομονή εκατέρωθεν, το ξεπεράσαμε κι αυτό.
Γιατί η αγάπη, η βαθιά αγάπη που μοιραζόμαστε, έδειξε στο πέρασμα των χρόνων πως όλα μπορεί να τα περάσει και να τα ξεπεράσει. Τα σοβαρά θέματα υγείας που αντιμετωπίσαμε, την αποκάλυψη της διαφορετικότητάς μου, την εχθρότητα του κόσμου αλλά και των ανθρώπων που νομίζαμε πως ήταν οι «δικοί μας άνθρωποι», την χλεύη απέναντι σε αυτό που δεν καταλαβαίνουν… Φοβούνται οι άνθρωποι αυτό που δεν καταλαβαίνουν και του επιτίθενται, αυτό το διαπιστώσαμε.
Μα εσύ θα είσαι πάντα ο άνθρωπός μου, το όπλο κι η σκληρή μου πανοπλία θα είναι πάντα το δικό σου σώμα. Με σένα στη ζωή έμαθα να διαβαίνω τις πιο φουρτουνιασμένες θάλασσες.
Γι’ αυτό σ’ αγαπάω, μωρό μου. Γιατί μου έμαθες πως ακόμα κι όταν νιώθουμε πως βυθιζόμαστε, κάπου εκεί έξω υπάρχει η αληθινή, η ανυπόκριτη αγάπη, έτοιμη να μας τυλίξει στη δίνη της, να μας περάσει μέσα από τη δυσπιστία και τον φόβο, μέσα από το πιο πυκνό σκοτάδι, βγάζοντάς μας απέναντι, στο φως.