: Η δική μου ιστορία δεν έχει τίποτα τραγικό όπως αυτές που διαβάζω συχνά αλλά είναι μια γλυκιά ανάμνηση που θα την κρατάω μέσα μου για πάντα.
Το μωρό μου γιατί έτσι τον αποκαλώ ήταν από τα πιο γλυκά πλάσματα σε αυτή τη γη, όταν αρρώσταινε. Έκανε σαν μικρό φοβισμένο σκυλάκι, έπαιρνε αυτό το ύφος της αγωνίας και περίμενε από εμένα να τρέξω κοντά του.
Εκείνες τις στιγμές που ένιωθε αρρωστούλης, τις λάτρευα. Ένιωθα ότι παραδινόταν σε εμένα και εγώ ποτέ δεν πρόδωσα αυτή την παράδοσή του. Έτρεχα κοντά του, τον χουχούλιαζα, τον τύλιγα με την κουβέρτα σαν ντολμαδάκι γιατί του άρεσε τόσο πολύ. Του έφερνα θερμόμετρο και αμέσως φυσικά κρόκο Κοζάνης.
Αφού έβλεπα πως είχε λίγα δέκατα και χωρίς να σκεφτώ ποτέ μην κολλήσω, τον έπαιρνα αγκαλιά, τον χουχούλιαζα στην αγκαλιά μου και εκείνος βογγούσε επίτηδες φυσικά μόνο και μόνο για να χαϊδευτεί. Το ήξερα φυσικά αλλά το απολάμβανα. Εκείνη τη στιγμή ήταν μόνο δικό μου αυτό το πλάσμα και κανείς δεν είχε τη δύναμη να μου τον πάρει από εμένα.
Με θλιμμένα ματάκια και παραπονιάρικα που κυριολεκτικά με έλιωναν μου ζητούσε να βάλουμε να κάποιο θρίλερ να δούμε. Δεν του χάλαγα χατήρι. Γελούσα άλλωστε τόσο πολύ μαζί του που φοβόταν τόσο πολύ. Έβαζε τα χέρια του στα μάτια του για να μην δει κάποια περίεργη σκηνή.
Δεν με άφηνε να απομακρυνθώ από το χώρο και όταν το έκανα, φώναζε το όνομά μου συνέχεια πάντα με ένα αγωνιώδες ΜΟΥ για να τρέξω γρήγορα κοντά του και να τον ξαναβάλω στην αγκαλιά μου. Εκεί που δεν θα τον πείραζε κανείς. Εκεί που δεν θα τον πείραζε ποτέ κανείς. Εκεί που ήταν παραδομένος και απόλυτα προστατευμένος για μία ζωή.