Η σκηνοθέτης της παράστασης “Η Απολογία του Βασιλιά Λεοπόλδου Β” στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακοκαγιάννης, η Άννα Σωτρίνη μιλάει για την παράσταση που έχει γίνει το talk of the town στην Αθήνα και για το πώς κατάφερε να μετατρέψει τις θηριωδίες ενός βασιλιά σε σάτιρα.
Το έργο αποτελεί μια εξιστόρηση των γεγονότων του «εγκλήματος του Κονγκό», που την ίδια χρονική περίοδο συγκλόνισε όχι μόνο τον Μαρκ Τουαίην, αλλά και συγγραφείς όπως ο Άρθουρ Κόναν Ντόυλ και ο Τζόζεφ Κόνραντ, καθώς και πλήθος δημοσιογράφων, πνευματικών ανθρώπων, φωτογράφων και ιεραποστόλων της εποχής.
Η σκηνοθέτης Άννα Σωτρίνη κατάφερε να ανεβάσει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη παράσταση χρησιμοποιώντας μία μεικτή σύνθεση video art, φωνών και πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης.
Μιλώντας στο Citynow.gr η Άννα Σωτρίνη αναφέρεται στο πόσο δύσκολο ήταν να ισορροπήσεις μεταξύ των θηριωδιών του Λεοπόλδου Β΄ και της καυστικής σάτιρας με την οποία αποδίδονται αυυτές στην παράσταση.
Η σάτιρα είναι ένας μηχανισμός αντιμετώπισης της φρίκης. Ένας τρόπος που ο θεατής
καλείται να σταθεί με κριτική σκέψη απέναντι σε όλη αυτή την παράνοια και τις
κτηνωδίες που διαπράχτηκαν στο Κονγκό από το Λεοπόλδο Β΄ και όχι να τις βιώσει. Να
δει τον εαυτό του όχι ως απαθή πολίτη αλλά ως ένα ενεργό σκεπτόμενο μέλος μιας
κοινωνίας που αντιλαμβάνεται, σαρκάζει και συγκρίνει.
Για να συμβεί αυτό πρέπει να αισθάνεται ήρεμος. Να μην τον έχουν επηρεάσει άμεσα τα άγρια γεγονότα. Να του δοθεί πνευματικός χώρος και χρόνος, να λειτουργήσει ως άτομο και όχι ως αγέλη. Την τέχνη του σαρκασμού την οφείλουμε στο Mark Twain, αλλά τη σάτιρα τη χλεύη και τη γελοιοποίηση της όποιας εξουσίας, μας την δίδαξε πρώτος ο Αριστοφάνης.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως αυτή η παράσταση αποτελεί μια διακωμώδηση της εξουσίας;
Η εξουσία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Έχει να κάνει με την ποιότητα των ανθρώπων που ασκούν την εξουσία. Όταν οι άνθρωποι είναι σαθροί, αυτό έχει επίπτωση σε όλα τα επίπεδα στις ζωές των υπολοίπων. Μπορείς να θυμώσεις ως πολίτης φυσικά, αλλά αν αποδομήσεις την ασχήμια της πολιτικής εξουσίας γελώντας , αν μη τι άλλο έχεις ανέβει ένα επίπεδο πάνω από αυτή και μπορείς να παρατηρήσεις τα πάντα ψύχραιμα από απόσταση και αυτό για μένα είναι η ορθή πολιτική στάση του σκεπτόμενου πολίτη.
Το σκηνικό της παράστασης, οι φωτισμοί ακόμα και η μεικτή σύνθεση video art ήταν κάτι πρωτοποριακό για τα θεατρικά δρώμενα της πόλης!
Ποιος ήταν ο σκοπός; Και ποιες οι δυσκολίες ;;
Πολλές φορές η σκηνοθετική γραμμή προκύπτει. Εννοώ ότι μπορεί να έχω σχεδιάσει κάτι άλλο στο μυαλό μου, αλλά ο ίδιος ο θεατρικός χώρος να επιβάλλει κάτι εντελώς διαφορετικό.
Το -2 του Μιχάλης Κακογιάννης απαιτεί μινιμαλισμό. Από μόνος του ο χώρος είναι ένα ενδιαφέρον σκηνικό. Δεν έκανα κάτι περισσότερο από το να ακολουθήσω ή μάλλον να μην προδώσω τη βιομηχανική αισθητική του ίδιου του χώρου. Έπειτα στα πλαίσια της χλεύης και της γελοιοποίησης του τύραννου Λεοπόλδου είχαμε την ιδέα με το Μιχάλη Γρηγορίου να δημιουργήσουμε μια μουσική ατμόσφαιρα που να θυμίζει καρτούν με γκροτέσκες ερμηνείες.
Το video art του Ευάγγελου Κάλλοου – ένα φανταστικό σιωπηλό μουσείο φρίκης – κινείται αντίστροφα, μέσα στην απόλυτη σιωπή. Όπως η «ενός λεπτού σιγή» για τα δέκα εκατομμύρια ανθρώπων που χάθηκαν εξαιτίας ενός διεφθαρμένου και άσπλαχνου μονάρχη.
Όσο για τους φωτισμούς, πάντα τους σχεδιάζω εγώ στις παραστάσεις μου. Είναι αναπόσπαστο μέρος της σκηνοθεσίας. Η μόνη δυσκολία – αν θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό- ήταν οι ισορροπίες ανάμεσα στα φαινομενικά τόσο ετερόκλητα στοιχεία. Έχω την εντύπωση ότι όλοι μαζί οι συνεργάτες ξεπεράσαμε αυτό το σκόπελο.
Θέλουμε να μας πείτε τρεις λόγους για να έρθει κάποιος να δει την παράσταση.
Θα μάθει Ιστορία. Θα διασκεδάσει ξορκίζοντας τη φρίκη . Θα σκεφτεί σύνθετα. Με αυτή τη σειρά.
Τα σχέδια για το μέλλον; Υπάρχει περίπτωση να δούμε την παράσταση ξανά το χειμώνα;
Ποτέ δεν κάνω σχέδια για το μέλλον. Είμαι πολύ εγκρατής σε σχέση με αυτό. Όχι ότι δεν έχω επιθυμίες αλλά πάντα στο μυαλό μου υποφώσκει η φράση του Καβάφη “…τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις”.
Και γι’ αυτό είμαι ιδιαίτερα προσεκτική. Θέλω να είμαι σίγουρη για την υλοποίησή τους. Όμως επειδή η παράσταση ,μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, πηγαίνει καλά εισπρακτικά-διότι τα χρήματα στον πολιτισμό είναι απαραίτητα, άσχετα αν πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι οι καλλιτέχνες είμαστε κάτι σαν χομπίστες- αν συνεχίσουμε έτσι, ναι, είναι πολύ πιθανό να δει το φως της σκηνής η παράσταση και για δεύτερη χρονιά την επόμενη σεζόν.
Συνέντευξη στον Πραξιτέλη Σαραντόπουλο
Τσέκαρε κι αυτό: