Τα ελληνικά κουκιά ήταν πολύ σημαντικά από την Αρχαία Ελλάδα αφού και ο Όμηρος τα αναφέρει στα έπη του, ενώ ακόμα και τώρα βρίσκονται σε αρχαιολογικές ανασκαφές, καθώς τα ξερά κουκιά αντέχουν πολύ στον χρόνο.
Οι αρχαίοι Έλληνες τα μαγείρευαν με διάφορους τρόπους και τα σερβίριζαν με ξύδι ή τα έκαναν πουρέ. Αναμειγμένα με ελαιόλαδο και με τη συνοδεία μιας φέτας ψωμιού προσέφεραν στους αρχαίους μια θαυμάσια πηγή θρεπτικών συστατικών.
Κατά την αρχαιότητα τα κουκιά χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο εκλογής των αρχόντων, μετά την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα. Για αυτό το λόγο στη σημερινή νεοελληνική γλώσσα υπάρχει η φράση «πόσα κουκιά έλαβε στην ψηφοφορία».
Καταγωγής τους είναι η Ασία και συγκεκριμένα η Κίνα όπου γίνεται και η μεγαλύτερη παραγωγή παγκοσμίως. Ευδοκιμεί σε όλα τα χώματα που έχουν καλή στράγγιση. Η σπορά γίνεται τον Οκτώβριο και η ύδρευση την άνοιξη.
Τα ελληνικά κουκιά προέρχονται από ένα θαμνώδες φυτό με ευθυτενείς βλαστούς που σε ορισμένες ποικιλίες φτάνουν σε ύψος τα 180 εκατοστά.
Τα άνθη της είναι λευκά-ροζέ ή λευκά-μωβ, φέρουν μια χαρακτηριστική μαύρη κηλίδα σε κάθε πέταλο και εμφανίζονται σε τσαμπιά τρεις περίπου μήνες (τρεις μήνες) μετά τη φύτευση.
Από αυτά τα άνθη αναπτύσσονται ανοιχτοπράσινους λοβούς που περιέχουν 6–10 πλατιούς καρπούς με ακανόνιστο οβάλ σχήμα – τα κουκιά.
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται διάφορες ποικιλίες όπως «κουκιά Σεβίλλης» με μακρούς καρπούς, «πρώιμα Χίου» με τους πλατείς σπόρους «φούλια» με μικρούς καρπούς που συνήθως δίνονται σε ζωοτροφές, «κοινά κουκιά» με κοντό καρπό και μεγάλα αλλά λίγα σπόρια και άλλες.
Τσέκαρε κι αυτά:
Βάσια Μαυράκη: Το πολιτικό μέλλον Κασσελάκη-Μητσοτάκη σύμφωνα με τα άστρα