: Όλο και περισσότεροι άνθρωποι, μεγαλώνοντας εμφανίζουν συμπτώματα δυσανεξίας σε προϊόντα με μεγάλη ποσότητα λακτόζης, όπως είναι το παγωτό, το γάλα, το βούτυρο, οι κρέμες, μερικά τυριά, το ψωμί κ.α.
Σύμφωνα μάλιστα με σχετικές έρευνες, το ποσοστό του πληθυσμού με δυσανεξία στη λακτόζη υπερβαίνει το 65%.[1] Τί συμβαίνει όμως στον οργανισμό των ατόμων με δυσανεξία στη λακτόζη, ποια είναι τα συμπτώματα και με ποια άλλα προϊόντα μπορούν να αντικαταστήσουν τα κοινά γαλακτοκομικά;
Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης (υδατάνθρακας) που συναντάμε κυρίως στα γαλακτοκομικά προϊόντα σε διάφορα ποσοστά. Η δυσανεξία στη λακτόζη συγκεκριμένα, αφορά την κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός ενός ανθρώπου αδυνατεί να µεταβολίσει τη λακτόζη και δεν μπορεί να διασπάσει όλη την ποσότητα που προσλαμβάνει.
Όσον αφορά τα συμπτώματα, τα άτομα που έχουν δυσανεξία στη λακτόζη εμφανίζουν συνήθως ναυτία, κράμπες στο στομάχι, αέρια, φούσκωμα και διάρροια μετά την κατανάλωση γάλακτος ή την λήψη τροφών που περιέχουν λακτόζη. Τα συμπτώματα αυτά τείνουν να εμφανιστούν περίπου 15 λεπτά με μερικές ώρες μετά την κατανάλωση τροφών πλούσια σε λακτόζη.
Τα άτομα με δυσανεξία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να βγάλουν εντελώς από τη διατροφή τους τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα οποία περιέχουν ασβέστιο και βιταμίνη D, δύο θρεπτικά στοιχεία απαραίτητα για την υγεία. Ας δούμε όμως μερικές συμβουλές, που οι περισσότερες συμπεριλαμβάνονται και σε μια πρόσφατη έρευνα,[2] που θα βοηθήσουν τα άτομα με δυσανεξία να διατηρήσουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα στη διατροφή τους χωρίς όμως να χάσουν τα οφέλη που σχετίζονται με τα τρόφιμα αυτά:
- Αρχικά, για την ύφεση των συμπτωμάτων καλό είναι να περιοριστεί η κατανάλωση προϊόντων πλούσιων σε λακτόζη.
- Σταδιακή κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος (από 30 έως 250 ml / ημέρα) που πρέπει να καταναλώνεται μαζί με άλλες τροφές για να επιβραδύνεται η απελευθέρωση λακτόζης στο λεπτό έντερο.
- Κατανάλωση παλαιωμένου τύπου τυριού και γενικά πιο σκληρά τυριά, τα οποία περιέχουν χαμηλό έως και καθόλου μερίδιο λακτόζης, όπως είναι το τσένταρ ή το πεκορίνο, η γραβιέρα και η παρμεζάνα.
- Κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων με μειωμένη λακτόζη, τα οποία είναι διατροφικά όμοια με τα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως είναι για παράδειγμα τα υποκατάστατα του γάλακτος (π.χ. γάλα σόγιας, καρύδας κλπ) ή ακόμη και προϊόντων με γάλα χωρίς λακτόζη, τα οποία είναι ήδη διαθέσιμα στο εμπόριο.
- Κατανάλωση προϊόντων που έχουν υποστεί ζύμωση όπως το γιαούρτι, που αποτελούν επίσης πηγή προβιοτικών και πρεβιοτικών, τα οποία ασκούν ευεργετικά αποτελέσματα στη γαστρεντερική μικροχλωρίδα.