Στο ρόλο του Γιάννη Μαρμάρη, ο Μιχάλης Συριόπουλος – Ο μεταλλειολόγος με την κρυφή ατζέντα (Πανθέοι)
«Μπορεί να είμαι κοινωνικός, εύθυμος, γοητευτικός και με χιούμορ, όμως στην πραγματικότητα κινούμαι στις σκιές και τα κίνητρά μου για ό,τι κάνω είναι το λιγότερο αμφιλεγόμενα. Η παρουσία μου καλύπτεται από ένα μυστήριο. Οι σκοποί μου σκοτεινοί. Το παρελθόν μου αδιευκρίνιστο και ασαφές. Θα έρθω ως επενδυτής και θα πείσω τον Ισίδωρο Πανθέο να επαναλειτουργήσει τα μεταλλεία στο Γραμματικό. Και σιγά – σιγά θα απλώσω τα δίχτυα μου σε όλους τους Πανθέους ώστε να έρθω ακόμα πιο κοντά στον στόχο μου. Τα μυστικά που κουβαλάω θα φροντίσω να μη βγουν στο φως παρά μόνο όταν θα μου είναι χρήσιμα για να πετύχω αυτό που θέλω. Είμαι ένας αδίστακτος άνθρωπος, ικανός να παρασύρει τους πάντες στην καταστροφή. Χειραγωγώ τους πάντες και δεν θα διστάσω να φτάσω ακόμα και στον φόνο.»
Στο ρόλο της Μιρέλλας, η Έλενα Τοπαλίδου – Το μέντιουμ με το σκοτεινό παρελθόν (Πανθέοι)
«Ήρθα πριν λίγα χρόνια στο Γραμματικό για να δουλέψω ως δασκάλα. Όμως, ο πραγματικός λόγος που με έκανε να ζητήσω αυτή τη δουλειά είναι άλλος και έχει να κάνει με το παρελθόν μου. Το ξεχωριστό χάρισμα που έχω να επικοινωνώ με όσους έχουν φύγει από τη ζωή με έφερε κοντά στον Βλάση Πανθέο. Λένε πως εξαιτίας μου, του σάλεψε και γύρισε την πλάτη του στην εκκλησία. Μπορεί. Εγώ πάλι πιστεύω ότι τον βοήθησα να καταλάβει. Να μάθει. Και να αποκαταστήσει την αδικία που έγινε πριν πολλά χρόνια από τους Πανθέους. Μπορεί η εμφάνισή μου να τρομάζει τον κόσμο. Να με θεωρούν αλλόκοτη. Σκοτεινή. Ας με φοβούνται. Δεν ήρθα εδώ για να κάνω φίλους. Για άλλο σκοπό είμαι εδώ…»
Στο ρόλο της Μερόπης Μονογιού, η Αθηνά Μαξίμου – Η γυναίκα του αυτόχειρα (Πανθέοι)
«Ο πατέρας δεν ήθελε να παντρευτώ τον Παύλο Μονογιό. Έλεγε πως δεν ήταν της Τάξης μας και του επιπέδου μας. Εγώ όμως δεν τον άκουσα. Δεν άκουσα κανέναν τους. Έκανα την επανάστασή μου και τον πήρα. Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Ούτε όταν αυτός μας οδήγησε στην οικονομική καταστροφή και στιγματίστηκε με την κατάχρηση που έκανε. Δεν ήταν κακός. Ούτε απατεώνας. Ήθελε να είναι ισάξιος των Πανθέων και να μας υπολογίζουν όλοι όπως αυτούς. Έχω δυο παιδιά. Ο γιος μου ο Στάθης μου θυμίζει πολύ τον πατέρα του. Είναι κι αυτός φιλόδοξος. Εργατικός και επίμονος. Και δεν το βάζει ποτέ κάτω μέχρι να τα καταφέρει. Η Θάλεια μου πάλι είναι πιο χαμηλών τόνων. Ερωτευμένη με τον Δημήτρη, αλλά η ανέχεια, τους βάζει εμπόδια στην ευτυχία τους. Δεν μισώ τα αδέλφια μου. Ούτε κρατώ κακία στον πατέρα. Όμως, δεν μπορώ να τους συγχωρέσω που δεν αποδέχτηκαν ποτέ τον άντρα μου. Και ξέρω ότι τώρα, ο γιος μου, θα πάρει το αίμα μας πίσω και θα μας φέρει εκεί που ανήκαμε πάντα.»