Η πρόταση στοχεύει στην προσφορά της προσδοκίας και της ελπίδας, μέσα από την δημιουργία ενός τεκτονημένου φυσικού περιβάλλοντος, ενός «κήπου» που βρίσκεται «κρυμμένος» στο κέντρο μιας ασφυκτικής πόλης, που είχε ήδη από τον προηγούμενο αιώνα χάσει την επαφή με την ουσία του αττικού τοπίου.
Η λύση που είχε αποσπάσει το 2010 το πρώτο βραβείο στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό ιδεών με αγωνοθέτη την «Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας», επιχειρεί με λιτούς σχεδιαστικούς χειρισμούς να συνδέσει νοηματικά τον τόπο του σήμερα με το ιστορικό υπόβαθρο της πόλης και να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός ποιοτικού χώρου – υποδοχέα πολλαπλών και διαφορετικών ατομικών δράσεων και συλλογικών συνευρέσεων.
Προτείνεται η δημιουργία ενός κεντρικού πλατώματος μπροστά από την Διπλάρειο Σχολή, σε χαμηλότερη στάθμη από το γύρω περιβάλλον, το οποίο θα λειτουργεί ώς συλλογικό καθιστικό. Στο εσωτερικό του πλατώματος, η παρουσία μιας μεγάλης ελιάς στο κέντρο, σε συνδυασμό με ένα κανάλι ανακυκλούμενου νερού, θα λειτουργούν ως μια φυσική εγκατάσταση τέχνης, υπαινικτική της Αθηναϊκής μυθολογίας που εδραιώνει την σχέση της πόλης και της «εξοχής».
Μέσα στο κεντρικό πλάτωμα θα κατασκευαστεί ένα μεταλλικό γλυπτό, στην θέση όπου πιστεύεται ότι υπάρχουν τα υπόγεια ίχνη του μεσαιωνικού τείχους Χασεκή. Το γλυπτό αυτό θα φωτίζεται στην νύχτα και θα λειτουργεί ως χρονογράφος, με την υποστήριξη ηλεκτρονικής διάταξης.
Έχουν επιλεγεί κατασκευές και υλικά που θα έχουν διάρκεια μέσα στον χρόνο και αντοχή στις φθορές από την καθημερινή χρήση και τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπεδοστρώσεων αποτελείται από υδατοπερατά και φυσικά υλικά, όπως το αδρανοποιημένο χώμα, που βοηθούν τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα, ενώ γίνεται και εκτεταμένη χρήση φυσικού χώματος για την ανάπτυξη της φύτευσης. Τα όμβρια ύδατα θα συλλέγονται σε δεξαμενές για την άρδευση του πρασίνου. Επιλέχθηκαν δέντρα και τα φυτά που παραδοσιακά ενδημούν στο αττικό τοπίο.”