Οι ερωτήσεις έχουν δύναμη η οποία πηγάζει από την ίδια την έννοια της ερώτησης ως περιέργεια μάθησης που μας διακατέχει ώστε να επικοινωνήσουμε επιτυχώς με τον συνομιλητή μας. Με τις ερωτήσεις διερευνούμε χωρίς να θεωρούμε ότι γνωρίζουμε τις απαντήσεις.
Συχνά ακούμε την φράση «είμαι μέσα στο μυαλό σου» ή «ξέρω πολύ καλά τι θέλεις να πεις πριν το πεις».
Αναρωτιέμαι πως μπορεί ένα μυαλό να διαβάσει ένα άλλο μυαλό από την στιγμή που οι εσωτερικές τους αναπαραστάσεις δεν μπορούν να είναι ταυτόσημες και άρα η ερμηνεία που δίνουν στα εξωτερικά ερεθίσματα εντελώς διαφορετικές.
Τα συστατικά της επιτυχημένης επικοινωνίας
Ακόμη και αν η διάθεση διερεύνησης υπάρχει, αυτή και μόνο, δεν είναι αρκετή για να μπορέσουμε να χτίσουμε την επιθυμητή γέφυρα επικοινωνίας.
Ο νευρογλωσσικός προγραμματισμός (Nlp) αναφέρει ότι στον τομέα επικοινωνίας τρία είναι τα συστατικά που συμβάλουν στην επιτυχημένη έκβασή της:
1ο) Σε ποσοστό 55% η φυσιολογία μας. Το «στήσιμο» του σώματός μας, η έκφραση του προσώπου μας και οι κινήσεις των άκρων μας εκπέμπουν μηνύματα διαλλακτικότητας, συνεργασίας και ευελιξίας ή το αντίθετο.
2ο) Σε ποσοστό 38% η τονικότητα της φωνής μας. Η ένταση, ο τόνος και η ταχύτητα της φωνής στέλνει μηνύματα είτε θυμού και αγανάκτησης είτε κατανόησης και τάσης περαιτέρω διερεύνησης.
3ο) Σε ποσοστό 7% οι λέξεις που χρησιμοποιούμε. Οι λέξεις αντικατοπτρίζουν την εσωτερική μας πραγματικότητα. Με λίγα λόγια εκφράζουν τον εσωτερικό δικό μας κόσμο τον οποίο και εκδηλώνουμε.
Πρακτική αντιστοιχία των συστατικών στις ερωτήσεις
1η) Φανταστείτε έναν/μία προϊστάμενο/η να διαφωνεί με κάποιον συνάδελφο με στόχο να ανακαλύψει τι είναι αυτό που αν κάνουν διαφορετικά θα φέρει το αποτέλεσμα που επιθυμούν στο έργο τους. Αν το σώμα εμφανίζει στάση απειλητική, ( χέρια στη μέση έτοιμο για επίθεση), ή η έκφραση του προσώπου εκφράζει δυσπιστία (συνοφρύωμα ματιών ή μειδίαμα ειρωνικό) ή κίνηση των άκρων είναι νευρική, τότε οι πιθανές ερωτήσεις που θα τεθούν αντίστοιχα θα είναι κάτι σαν… «και τι νομίζεις ότι θα έπρεπε να κάνουμε;» ή «πιστεύεις ότι είσαι ικανός να μου επιβάλεις την άποψή σου;» ή «θα τελειώσουμε με αυτή τη συζήτηση κάποια στιγμή;».
2η) Είμαι σίγουρη ότι έχετε όλοι ακούσει κάποια στιγμή στη ζωή σας την ερώτηση εκφρασμένη σε πολύ υψηλό και δεικτικό τόνο φωνής «Εγώ, βρίσκομαι εδώ για να το λύσουμε αλλά δεν διακρίνω κανένα σημάδι συνεργασίας εκ μέρους σου. Θα μου πεις επιτέλους τι σκέφτεσαι;».
3η) Σας αναφέρω δύο ερωτήσεις (με κοινό στόχο και διαφορετική διατύπωση) και σας αφήνω να βγάλετε εσείς συμπέρασμα για το ποια ερώτηση είναι αυτή που θα ανοίξει το δρόμο της επικοινωνίας:
Δηλαδή μετά από όλη αυτή την συζήτηση αυτό κατάλαβες; Και 2η
Τι άλλο ενδεχομένως θα χρειαζόσουν σαν πληροφορία για να καταλήξουμε σε μία κοινή πορεία πλεύσης;
Ποια θεωρείτε ότι αποτελεί την ερώτηση που θα λειτουργήσει αποτελεσματικά στην εύρεση λύσης;
Μία συνήθη έκφραση απορίας που ακούω, και φαντάζομαι ότι όλοι μας έχουμε δηλώσει κάποια στιγμή, είναι «Μα τι είπα… δεν είπα κάτι που πρόσβαλε ή υποτίμησε…».
Αντιλαμβανόμαστε ότι ελάχιστο ρόλο παίζουν οι λέξεις που χρησιμοποιούμε (λεκτική επικοινωνία) και καταλυτικό ρόλο ο τρόπος που τις χρησιμοποιούμε (εξωλεκτική επικοινωνία).
Είναι λοιπόν επιλογή μας να επιλέξουμε τον τρόπο που θα επικοινωνήσουμε τις σκέψεις μας, την άποψή μας ή τον προβληματισμό μας «φορώντας» όλα αυτά που αναφέρθηκαν ώστε να έχουμε τα αποτελέσματα που επιθυμούμε είτε στην προσωπική είτε στην επαγγελματική μας ζωή.
Και όπως πολύ σοφά γράφει ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, Αλμπέρ Καμύ, «η ζωή μας είναι το άθροισμα των επιλογών μας».