Οι ελληνικές σουπιές ανήκουν στην τάξη των Δεκαπόδων και ως ένα μαλάκιο που ζει σε εύκρατες και ζεστές θάλασσες έτσι το συναντάμε και στις ελληνικές θάλασσες.
Η κύρια τροφή της είναι μικρά ψάρια αλλά και γαρίδες, ενώ εδώ στην Ελλάδα αλιεύεται με δίχτυα, καμάκι και με ξυλοσουπιά. Εκτός από το κρέας της, το όστρακό της χρησιμοποιείται στη χρυσοχοΐα ως καλούπι, για τη λείανση των μετάλλων και σε σκόνη για την παραγωγή οδοντόκρεμας.
Έχει σώμα ωοειδές , που περιβάλλεται από έναν μανδύα. Στο κεφάλι της έχει δύο μεγάλα μάτια σε πλευρική θέση και στο εμπρόσθιο τμήμα του κεφαλιού φέρει δέκα πλοκάμια, από τα οποία τα οκτώ έχουν μέσα τους μυζητικά νήματα και είναι μικρότερα από τα άλλα δύο. Τα μεγαλύτερα πλοκάμια συντελούν στη σύλληψη της λείας και έχουν σχήμα ροπάλου.
Όταν βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας παραμένουν σε συστολή, σε αντίθεση με την αστραπιαία κίνηση που κάνουν όταν έρχεται κάποια λεία, την οποία αρπάζουν. Στο στόμα φέρει ισχυρά κεράτινα σαγόνια, που σχηματίζουν ένα είδος ράμφους και ένα εξόγκωμα με σειρές οδοντώσεων από χιτίνη. Επίσης, το σώμα της παρουσιάζει δύο μικρά ελάσματα, που λέγονται πτερύγια και με αυτά μετακινείται το μαλάκιο.
Οι σουπιές διαθέτουν την ικανότητα να αλλάζουν το χρώμα τους ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Αυτό το πετυχαίνουν με τη συστολή ή διαστολή των χρωματοφόρων αδένων, που διαθέτουν στο μανδύα τους. Επίσης μπορούν να προστατευθούν πετάγοντας μελάνι όταν κινδυνεύουν.
Τσέκαρε κι αυτά: