Nature live

WWF

: Στη χώρα μας ξεκινά φέτος μια ιδιαίτερη αντιπυρική περίοδος. Με δεδομένο ότι η απώλεια της φύσης συνδέεται άμεσα με  την ανθρώπινη υγεία, οφείλουμε, ως κράτος, να αντιμετωπίσουμε και τις δασικές πυρκαγιές με την ίδια σοβαρότητα και εγρήγορση που χειριστήκαμε τον COVID-19. Οι πυρκαγιές αποτελούν μια σοβαρή και δυστυχώς χρόνια «ασθένεια» της χώρας μας που σε ετήσια βάση απειλεί τα φυσικά μας οικοσυστήματα, τις περιουσίες και τις ζωές των συνανθρώπων μας.

Ο επιτυχημένος χειρισμός της πανδημίας από τη χώρα μας βασίστηκε σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, στην πρόληψη, με στόχο να αποφευχθεί μια καταστροφική έξαρση της ασθένειας στην Ελλάδα που θα έφερνε τον κρατικό μηχανισμό στα όρια και θα έθετε τους πολίτες σε άμεσο κίνδυνο. Ωστόσο, αφού γνωρίζουμε πως η πρόληψη είναι η μόνη αποτελεσματική λύση σε όλα τα προβλήματα, γιατί όταν πρόκειται για τις δασικές πυρκαγιές επιμένουμε να ακολουθούμε την περιορισμένων δυνατοτήτων στρατηγική της καταστολής;

Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι δασικές πυρκαγιές πέραν του ότι εντείνουν την κλιματική κρίση, ευθύνονται για την αλλοίωση ή ακόμα και την απώλεια φυσικών οικοσυστημάτων. Αυτό, σύμφωνα με τα πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα και μελέτες, μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση και την έξαρση νέων μολυσματικών ασθενειών που με τη σειρά τους, επηρεάζουν άμεσα την υγεία και ευημερία των ανθρώπων. Ενδεικτικό αυτής της σοβαρής απώλειας οικοσυστημάτων παγκοσμίως είναι το παράδειγμα δεκάδων μεγαπυρκαγιών που έπληξαν πολλές χώρες: η Αυστραλία μόλις βγήκε από τη χειρότερη αντιπυρική περίοδο της ιστορίας της, ενώ η Κροατία, η Γαλλία και η Ρουμανία βρίσκονται ήδη πολύ πάνω από τους εθνικούς μέσους όρους δεκαετίας, όσον αφορά στις καμένες εκτάσεις. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην Ταϊλάνδη που βιώνει τις χειρότερες πυρκαγιές εδώ και δεκαετίες (190.000 στρ. καμένων εκτάσεων) και το Μεξικό (420.000 στρ.) που έχει κηρύξει εθνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης εξαιτίας των πυρκαγιών.

Σε τι διαφέρει η φετινή αντιπυρική περίοδος και γιατί η μόνη λύση είναι η πρόληψη

Οι οιωνοί για φέτος το καλοκαίρι, δεν είναι καλοί. Το 2019 καταγράφηκε ως ένα από τα θερμότερα έτη στην Ευρώπη, ο χειμώνας ήταν σχετικά ήπιος και τον Απρίλιο στη χώρα μας καταγράφηκαν αρκετά περιστατικά δασικών πυρκαγιών.

Η ραγδαία αύξηση των καμένων εκτάσεων και της έντασης των πυρκαγιών σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία χρόνια, καθώς και το ολοένα και εντεινόμενο πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις “πιέσεις” που ασκεί φέτος η αντιμετώπιση της πανδημίας στα αντανακλαστικά και τις δυνάμεις των αρμόδιων φορέων, δείχνει με ακόμα πιο ξεκάθαρο τρόπο πως η αποτελεσματική λύση περνάει μέσα από την πρόληψη και όχι μέσα από την καταστολή, όπως παραδοσιακά γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας.

Η πρόληψη κοστίζει λιγότερο, έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, αποτρέπει καταστροφές και επιτρέπει την έγκαιρη ενημέρωση και ενεργή συμμετοχή όλης της κοινωνίας. Αντιθέτως, η καταστολή έχει αβέβαια αποτελέσματα, επιμένει στην λογική μιας «εκ των υστέρων αντιμετώπισης» του προβλήματος και όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία, σε μια δύσκολη χρονιά έχει συγκεκριμένα όρια που αν τα ξεπεράσει, καταρρέει ο-όποιος- μηχανισμός.

Παρόλο που το τελευταίο διάστημα γίνονται θετικές κινήσεις για την ενίσχυση του κατασταλτικού μηχανισμού της χώρας (π.χ. η ανανέωση του στόλου οχημάτων, η πρόσληψη 1.300 εποχικών δασοπυροσβεστών, εισαγωγή νέων εθελοντών πυροσβεστών), αυτό δεν αρκεί από μόνο του. Φαίνεται πως για ακόμα μια χρονιά, επενδύουμε πολλές δυνάμεις και πολλά χρήματα στο πώς θα σβήσουμε μια φωτιά ή στο πώς θα διαχειριστούμε επικοινωνιακά μια δύσκολη κατάσταση, ωστόσο εξακολουθούμε να μην επενδύουμε στη σωστή προετοιμασία της χώρας μας και των πολιτών της, ώστε να μειώσουμε τα περιστατικά και την ένταση των δασικών πυρκαγιών.

Πιο συγκεκριμένα, για ακόμα μια χρονιά, δεν έχουν υλοποιηθεί μια σειρά από σημαντικά διαχειριστικά μέτρα σε δασικές εκτάσεις τα οποία θα είχαν ως στόχο την αειφορική διαχείριση των δασών, τη μείωση της καύσιμης ύλης και την εκτέλεση δασοτεχνικών έργων, όπως οι στεγασμένες αντιπυρικές ζώνες.  Επιπλέον, δεν έχει γίνει ο απαραίτητος σχεδιασμός τοπικών σχεδίων πρόληψης δασικών πυρκαγιών υπό την ευθύνη των κατά τόπους ΟΤΑ και την επίβλεψη από την Κυβέρνηση, τα οποία ιδανικά θα περιλάμβαναν προτάσεις για αντιπυρικά έργα και υποδομές, αναγνώριση κινδύνων, και θα βασίζονταν σε μία σοβαρή στατιστική ανάλυση των αιτιών σε τοπικό επίπεδο. Παράλληλα, η Δασική Υπηρεσία παραμένει υποστελεχωμένη και χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, ενώ ο νέος Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων, ο οποίος ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2020 και περιλαμβάνει-μεταξύ άλλων-μια νέα προσπάθεια αξιοποίησης των εθελοντών, παραμένει ακόμα ανεφάρμοστος.

Στην Ελλάδα, που το μεγαλύτερο ποσοστό των πυρκαγιών οφείλεται σε αμέλεια (τουλάχιστον 30%), μία σοβαρή και τακτική εκστρατεία ενημέρωσης θα εξασφάλιζε την ενεργή συμμετοχή  της κοινωνίας, ώστε αυτή να μην παραμένει αμέτοχη σε ένα, εντέλει, κοινωνικό ζήτημα όπως αυτό των πυρκαγιών. Τέλος, δεν έχει γίνει και πάλι επαναξιολόγηση σε εθνικό επίπεδο του κινδύνου πυρκαγιάς σε δασικές εκτάσεις (η τελευταία ήταν το μακρινό 1980), ώστε να υπάρχει κατάλληλος σχεδιασμός αλλά και στρατηγική ιεράρχηση των δράσεων πρόληψης.